- σχολικός
- -ή, -ό, Ν [σχολή]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σχολείο και ειδικότερα στους μαθητές, ο μαθητικός (α. «σχολική τσάντα» β. «σχολική συγγυμνασία», Απολλ. Δύσκ.)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα συγκεκριμένο σχολείο ή σε ένα μεγάλο σύνολο σχολείων (α. «σχολικό προαύλιο» β. «σχολική νομοθεσία» γ. «σχολικός αθλητισμός» δ. «σχολικό έτος» — η περίοδος τών μαθημάτων τού σχολείου)2. φρ. α) «σχολικός επαγγελματικός προσανατολισμός» — βλ. προσανατολισμόςβ) «σχολικός σύμβουλος» — λειτουργός τής Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ο οποίος επισκέπτεται περιοδικά τα σχολεία τής περιφέρειάς του προκειμένου να βοηθήσει τους διδάσκοντες στη διεξαγωγή τού μαθήματος, να επιλύσει απορίες που τυχόν γεννώνται από τη χρήση τών σχολικών βιβλίων, να ενημερωθεί για τις ελλείψεις, που πιθανώς έχει το σχολείο ή και να προτείνει λύσεις σχετικά με προβλήματα που αναφαίνονται στις σχέσεις διδασκόντων και διδασκομένωναρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σχολή, στο σύνολο δηλ. τών μαθητών και τών οπαδών ενός δασκάλου όταν αυτό είναι συγκεντρωμένο στον ειδικό χώρο συνάντησής τους, ή ο συνήθης στις σχολές («σχολικὰ ὑπομνήματα», Αθήν.)2. σχοινοτενής, μακρός3. φιλολογικός4. ερμηνευτικός5. φρ. «σχολικὸν ἀγνόημα» — σφάλμα σχολιαστή, ερμηνευτή αρχαίων συγγραφέων (Σχόλ. Ιλ.).επίρρ...σχολικῶς Αόπως γίνεται στα σχολεία.
Dictionary of Greek. 2013.